-
1 σπαταλάω
σπαταλάω, schwelgen, üppig leben (vgl. σπαταλός); weichlich, verzogen sein, τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, Theano.
-
2 σπαταλάω
A live softly or in excessive comfort or indulgence, Plb.36.17.7, IG14.2002 ([place name] Rome), LXX Si.21.15, 1 Ep.Ti.5.6, Ep.Jac.5.5; τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων spoilt children, Theano in Pythag.Ep.4.4, cf. Diog.Ep.28.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαταλάω
См. также в других словарях:
σπαταλώ — σπαταλῶ, άω, ΝΜΑ [σπατάλη] νεοελλ. δαπανώ, ξοδεύω ασυλλόγιστα, χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ («σπατάλησε την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά») μσν. αρχ. ζω άσωτη, ακόλαστη ζωή («ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε», ΚΔ) αρχ. φρ. «τὰ σπαταλῶντα τῶν… … Dictionary of Greek